- ἐνασπιδώσομαι
- ἐνᾱσπιδώσομαι , ἐνασπιδόομαιfutperf ind pass 1st sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενασπιδούμαι — ἐνασπιδοῡμαι, όομαι (Α) οπλίζομαι με ασπίδα («μὰ ταὸν Δί οὐκ ἐνασπιδώσομαι», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek